- αριστοτέχνημα
- το1. άριστο έργο τέχνης, το αριστούργημα2. (κατ' επέκτ.) κάθε έργο που διακρίνεται από έξοχη επιτυχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + τέχνημα < τεχνώ «κατασκευάζω κάτι με τέχνη» (πρβλ. καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.